- εμπίπρημι
- ἐμπίπρημι (AM)βλ. εμπίμπρημι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπίπρημι — ἐμπίμπρημι b pres ind act 1st sg ἐμπιπράω b pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίμπρημι — ἐμπίμπρημι και ἐμπίπρημι (AM) 1. πυρπολώ 2. παθ. εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
παρεμπίπραμαι — Α φλογίζω, ανάβω με προστριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπίπρημι «ανάβω»] … Dictionary of Greek
υπεμπίπρημι — Α υποκαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐμπίπρημι «καίω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek
ՀՐՁԻԳ — (հրձիգք.) NBH 2 0142 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c ա.գ. Որպէս Հրընկէց. հրկիզօղ. συμφλέγων comburens. *Պատեաց զնոսա պատերազմ, եւ շուրջ զնոքօք հրձիգք. Ես.: ՟Խ՟Բ. 25: Որպէս Հրկիզեալ. այրեցեալ. πυρίκαυστος igne… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)